Ορέστη, Χριστίνα-Ελένη.
Απόψε, 21/7/1995, θέλω να σας απευθύνω το στερνό «αντίο». Εγώ το μυροβόλο δάσος στις νοτιοανατολικές κλιτείς της Πεντέλης. Εκείνο, που έβλεπε το γλαυκό Αιγαίο να ρυπίζεται στις πνοές της Όστριας, του Λεβάντε, του Σιρόκου ......
Εκείνου που αντίκριζε ως πέρα το Κάβο-Ντόρο, τα βουνά της Τζιας με την Ιουλίδα να λευκάζει νωχελικά στα πλευρά της και πέρα ακόμη, την υποψία των κορυφογραμμών της Κύθνου ....
Εκείνου που έστεκε εκεί να δείχνει σε πείσμα των μίζερων καιρών που ζείτε -και ζούμε- την απαράμιλλη του Αττικού τοπίου, ομορφιά.
Ύστατη πνοή μιας πόλης που αργοπεθαίνει στα τραγικά λάθη των ταγών της, καθρέφτη μιας εγωιστικής, ευνουχισμένης πνευματικά και πολιτιστικά, κοινωνίας.
Εγώ που μου κυνηγούσαν -θυμάστε;- τα λιγοστά ζωντανά πλάσματα που είχα τρυφερά προστατευμένα στα σπλάγχνα μου (κάτι λίγες πέρδικες και λαγούς, ίσως καμμία περαστική μπεκάτσα ....).
Που με βοσκούσαν -νόμιμα, παράνομα;- τι σχέση ή σημασία να ‘χει τώρα πια ..... Που μου ‘κλεβαν τα πεύκα για καύσιμη ύλη. Μικρολαθροχειρίες υπερκαταναλωτικών μικροαστών.,,
Ακόμη και οι «κροσάκηδες» -τους θυμάστε αλήθεια;- νέο φρούτο αυτοί, τελευταίας εσοδείας να τρομοκρατούν πεταλούδες, χελώνες, τριζόνια, τζιτζίκια, κι εσάς. «Κακούς» τους λέγατε. Θυμάστε; Και ήταν. Δεν μπορούσαν να δουν ένα λουλούδι μου με τη λατρεία που εσείς το αγγίζατε, ούτε και να βρουν αυγό από χελώνα και ασφαλώς δεν μπορούσαν να ακούσουν το κελάρυσμα του νερού στις λαγούνες του Λυκορέματος .... μόνο μόλυναν με θορύβους βάρβαρους την γλυκιά ανασαιμιά μου.
Τούτη την ώρα που σας χαιρετώ, έχω δακρύσει, γιατί σεις δένατε μαζί μου... Οι Δρυάδες, οι Φαιδρυάδες κι Ορεστάδες νύμφες που συντρόφευσαν τα πρώτα σας βήματα σε μιά ανθοστόλιστη γη, κάτω από βαθύσκιωτα πλατάνια και μυροβόλα πεύκα… Είναι οι αρχαίες μου νεράϊδες που οργίστηκαν από την κακομεταχείριση της γενιάς των πατεράδων σας και μια μέρα, εκεί που άρχιζαν τα μελτέμια, τα μάζεψαν και με τον Πάνα μπροστάρη να παίζει στο σουραύλι του αρχαίο παιάνα -ύμνο στις Ερινύες- έφυγαν μακριά .....
Για να αφήσουν και άλλο χώρο στους οικοπεδοφαγικούς συνεταιρισμούς ..... που καραδοκούν. ....
Λυπούμαι μόνο για σας και τα παιδιά που δεν θα ξαναδώ κοντά μου. Για τις γενιές που χωρίς φύση, αίσθημα, τρυφερότητα, αρμονία θα γεννηθούν και θα μεγαλώσουν χωρίς να μαζεύουν όπως εσείς, ανεμώνες, κυκλάμινα , κρίνα, κουκουνάρες, ξερά κλαδιά από δένδρα… Που δεν θα γνωρίσουν ποτέ, ίσως τη μυρωδιά του άγριου δυόσμου, του θυμαριού, της μυρτιάς, της θρούμπης…
Τρέμω την ώρα που θα ξαναδείτε έτσι τραγικά παραμορφωμένο το κουφάρι μου , καθώς θα γυρίζετε από τις καλοκαιρινές σας διακοπές… Ίσως σε τριάντα, σαράντα, πενήντα χρόνια ξαναγίνουν τα δένδρα μου. Τότε που οι γονείς σας πια - θάναι στον ουρανό αστεράκια - έτσι δεν έλεγε ο μπαμπάς για τους δικούς τους γονείς;
Καθώς σας έδειχνε τον έναστρο ουρανό μου; Τότε που μαζί τραγουδούσατε -έτσι για να μη φοβάστε το βράδυ καθώς γυρίζατε από το σκοτεινό μονοπάτι «το φεγγαράκι μου λαμπρό» κι ιχνηλατούσατε μαζί στον ουράνιο θόλο της Άρκτου, της Κασσιόπης, του Δράκοντα, του Σκορπιού, τους αστερισμούς.....
Θέλω όμως να ’ρχεστε και σε πείσμα των άχαρων καιρών της ανικανότητας και της μιζέριας να φυτέψετε ένα δενδράκι, να το βρουν κάποτε μεγάλο τα δικά σας παιδιά . Και να μου τραγουδήσετε ξανά το «ρούλα - ρούλα - λα» ή «το τραγούδι της χαράς η ζωή μας στο δάσος ώ γεια χαρά .....»
Γεια χαρά Ορέστη
Γεια χαρά Χριστίνα-Ελένη
Γεια χαρά όλα σεις τα παιδιά της α-φύσικης ζωής που θα έλθετε στο μέλλον.
(αυτό το γράμμα γράφτηκε μια νύχτα του 1995 ,τότε που η Πεντέλη μύριζε στάχτη και τα μάτια μας ήταν κόκκινα , όχι μόνο από τον καπνό…)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου